λοιμός

λοιμός
3061 λοιμός
{сущ., 3}
язва, мор, зараза, чума.
Ссылки: Мф. 24:7; Лк. 21:11; Деян. 24:5. LXX: 1100 (לעַיַּלִבְּ), 3887 (ץיל), 6184 (ץירִָע).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λοιμός" в других словарях:

  • λοιμός — plague masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • λοιμός — ο κάθε μολυσματική και θανατηφόρα επιδημία: Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού πέθαναν από λοιμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοιμοῖο — λοιμός plague masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοῖς — λοιμός plague masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοί — λοιμός plague masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοῦ — λοιμός plague masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμούς — λοιμός plague masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμῷ — λοιμός plague masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμόν — λοιμός plague masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»